- αλόσαυρος
- (halosaurus). Γένος ψαριών της οικογένειας των αλοσαυριδών. Ζουν σε μεγάλα βάθη στον Ατλαντικό ωκεανό. To σώμα τους είναι μακρύ και καλύπτεται από λέπια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλο- — (Α ἁλο ) Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τόσο τής αρχαίας όσο και τής νέας Ελληνικής, που ετυμολογικά συνδέεται με το αρχαίο ουσιαστικό ἃλς «αλάτι, θάλασσα». Ως α συνθετικό το αλο σημαίνει συνήθως «αλάτι» και σπανιότερα «θάλασσα». Στη νέα Ελληνική… … Dictionary of Greek